навык - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

навык - translation to ρωσικά

СТРАНИЦА ЗНАЧЕНИЙ В ПРОЕКТЕ ВИКИМЕДИА
Навыки

навык         
м.
pratique ; acquis m , habitude ( привычка ); facilité à ( + infin ) ( легкость )
у него нет достаточного навыка к этой работе - il n'a pas assez d'acquis pour ce travail
надо иметь навык ( к какому-либо труду ) - il faut avoir la main rompue à...
у него есть большой навык в чем-либо - il a une grande expérience en matière de...
l'expérience fait le maître      
{ prov. }
навык мастера ставит
se gâter la main      
{ уст. }
утрачивать ловкость, навык

Ορισμός

навык
доведенное до автоматизма умение решать тот или иной вид задачи (чаще всего двигательной).

Βικιπαίδεια

Навык

На́вык — способность деятельности, сформированная путём повторения и доведённая до автоматизма.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για навык
1. Не надо, нельзя терять этот навык - навык чтения!
2. Сказывается навык профессионального хозяйственника.
3. "Это"- врожденное, детский навык, культура целая.
4. Но чтобы грамотно ими воспользоваться, необходим навык.
5. Тут важен вкус, навык выбрасывания лишнего, осторожность.